- Κρητικούς
- Κρητικόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Κατελάνος, Φράγκος — (16ος αι.). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Θήβα. Θεωρείται o σημαντικότερος ζωγράφος μετά τον προγενέστερό του, Θεοφάνη. Με την υπογραφή του είναι γνωστή μόνο μία τοιχογραφική διακόσμηση, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, στη μονή της Λαύρας στον… … Dictionary of Greek
Μαριδάκης — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον οικισμό Καινούργιο της Μεσαράς. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1866 69 πολέμησε ως οπλαρχηγός, στις επιχειρήσεις της ανατολικής Κρήτης και του Ρεθύμνου. 2. Εμμανουήλ… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κρητίζω — (Α) [Κρης] 1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός 2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα 3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» το να απατά κάποιος τον απατεώνα … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μυθογραφία — Αρχαίο λόγιο φιλολογικό είδος, το οποίο ασχολείται με τους μύθους και αναπτύχθηκε στην ελληνιστική εποχή για φιλολογικούς σκοπούς. Η μ. διακρίνεται από τη λογοτεχνία και την ποίηση μυθολογικού περιεχομένου, από τα φιλοσοφικά και θεολογικά έργα… … Dictionary of Greek
πήραξον — Α (κατά τον Ησύχ.) «αφόδευσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται από το ρ. πέρδομαι μέσω ενός αμάρτυρου τ. *πέρδαξον (< *περδάζω) με αντικατάσταση τού ερδ με ηρ , που απαντά σε κρητικούς τύπους (πρβλ. πέρδιξ: πῆριξ)] … Dictionary of Greek
Αδραμυττηνός, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1445; – Παβία, Ιταλία 1485;).Κρητικός λόγιος. Το όνομά του συνδέεται με την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών στη Βενετία. Άσκησε σημαντική επιρροή σε διάσημους Ιταλούς ουμανιστές και είχε σχέσεις με τους πρώτους Κρητικούς τυπογράφους της… … Dictionary of Greek
Αλικιανός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ., 785 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσουρών. Ο Α. οφείλει το όνομά του, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στην αρχαία ελληνική λέξη αλικίνος, που σημαίνει δυνατός,… … Dictionary of Greek